- παραπέρριψε
- παραπέρρῑψε , παρά , περί-ῥίπτωthrowaor ind act 3rd sg (homeric ionic)παραπέρρῑψε , παρά-ἀπορρίπτωthrow awayaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπορρίπτω — Μ [απορρίπτω] ρίχνω κάτι προς τα πλάγια («ἕν τι τῶν ὑποζυγίων τὸν ἐπικείμενον παραπέρριψε φόρτον», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek